Τι είναι η μελέτη πίεσης-ροής;
Η μελέτη πίεσης-ροής αποτελεί ουσιαστικά τη συνέχεια της κυστεομανομετρίας πλήρωσης (πλήρης ουροδυναμική μελέτη). Γίνεται ταυτόχρονα και ξεκινά, όταν έχει γεμίσει η κύστη, με τον ειδικό καθετήρα που μετρά την ενδοκυστική πίεση.
Πότε γίνεται;
Κυρίως σε νευρολογικούς ασθενείς (κυρίως παραπληγικούς-τετραπληγικούς-σκλήρυνση κατά πλάκας). Πριν από την προστατεκτομή, σε άντρες θα ζητηθεί σε περιπτώσεις, όπως πολύ νέοι ασθενείς (κάτω των 50 ετών), όταν υπάρχει υποψία νευρολογικής διαταραχής, σε πολύ ηλικιωμένους άντρες (πάνω από 80 ετών), σε πολύ μεγάλα υπολείμματα ούρων (μισό λίτρο και πάνω ) κ.ά..
Ποια είναι η απαραίτητη προετοιμασία για την εξέταση;
Εδώ ισχύουν όσα αναφέρονται στην κυστεομανομετρία πλήρωσης, της οποίας αποτελεί συνέχεια.
Ποια η διαδικασία της εξέτασης;
Όταν τελειώσει το γέμισμα της κύστης με αποστειρωμένο νερό, ο γιατρός θα ζητήσει από τον άρρωστο, όπως είναι με τους λεπτούς καθετήρες, να ουρήσει σε ένα ειδικό μηχάνημα και να αδειάσει την ουροδόχο κύστη.
Ποια είναι τα αποτελέσματα της εξέτασης;
Η μελέτη πίεσης-ροής είναι ο μόνος πλήρως αξιόπιστος τρόπος να διαγνωστεί απόφραξη στην ούρηση. Η απόφραξη συνήθως είναι ανατομική, με κλασικά παραδείγματα την υπερπλασία του προστάτη και το στένωμα της ουρήθρας. Στους ασθενείς, όμως, με βλάβη στη σπονδυλική κύστη, υπάρχει λειτουργική απόφραξη που λέγεται δυσυνέργεια. Την ώρα όπου αυτοί οι άρρωστοι προσπαθούν να ουρήσουν, αντί να χαλαρώνει ο «πάτος» του σώματος αυτός σφίγγει, και αυτό είναι αποτέλεσμα της βλάβης του νωτιαίου μυελού. Εκτός από την απόφραξη, στη μελέτη πίεσης-ροής μπορεί να διαπιστωθεί και υπολειτουργία της κύστης. Ο μυς δηλαδή της κύστης, που λέγεται εξωστήρας, μπορεί να έχει χάσει την ικανότητα να σπρώξει, ώστε να φύγουν όλα τα ούρα. Αυτό, για παράδειγμα, μπορεί να συμβαίνει σε κάποιους ανθρώπους με ινσουλινοεξαρτώμενο σακχαρώδη διαβήτη, λόγω βλάβης των νεύρων του εξωστήρα από το αρρύθμιστο σάκχαρο.
Η ακράτεια ούρων είναι ένας γενικός όρος που χρησιμοποιείται, για να περιγράψει οποιαδήποτε ανεπιθύμητη απώλεια ούρων. Δεν πρόκειται για μία νόσο, αλλά για ένα σύμπτωμα, αποτελεσμα αλληλεπιδρασης ποικίλων παθοφυσιολογικών, ψυχοκινητικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Παρα το γεγονος ότι η ακράτεια δεν απειλεί άμεσα τη ζωη, εντούτοις μπορεί να προκαλέσει σημαντικού βαθμού νοσηρότητα και σοβαρές αρνητικές επιδράσεις στην ποιότητα ζωής των πασχόντων γυναίκων.
Σε ποιους εμφανίζεται η ακράτεια;
Οι γυναίκες έχουν τριπλάσιες πιθανότητες να εμφανίσουν ακράτεια συγκριτικά με τους άντρες. Η πιθανότητα να εμφανιστεί ακράτεια αυξάνεται σημαντικά με την αύξηση της ηλικίας, χωρίς να θεωρείται φυσιολογική συνέπεια της ηλικίας. Υπολογίζεται ότι τουλάχιστον 1 στις 10 γυναίκες 40-65 ετών και 3 στις 10 γυναίκες άνω των 65 ετών αντιμετωπίζουν το πρόβλημα αυτό. Ο αριθμός αυτός είναι ακόμα μεγαλύτερος, αν αναλογιστεί κανείς ότι πολλές γυναίκες δεν αναφέρουν καν το πρόβλημά τους στον ιατρό, εξαιτίας του φόβου ή της ντροπής. Επίσης αρκετές γυναίκες έχουν τη λανθασμένη εντύπωση ότι η ακράτεια είναι φυσιολογική στη μεγάλη ηλικία και ότι είναι αθεράπευτη, κάτι που είναι λάθος.
Ποιες είναι οι επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής;
Η ακράτεια ούρων συνοδεύεται από συναισθήματα ντροπής, μείωση της αυτοπεποίθησης και μείωση της σεξουαλικής και κοινωνικής δραστηριότητας. Η γυναίκα ή ο άντρας με πρόβλημα καταλήγει να ζει με πάνες, που πέρα από τα ζητήματα υγιεινής και τα ιατρικά προβλήματα που δημιουργούν, όπως ουρολοιμώξεις, κολπίτιδες και δερματοπάθειες, οδηγούν τον ασθενή σε κοινωνική απομόνωση. Συχνά, η ακράτεια οδηγεί σε κατάθλιψη, με δραματικές επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής τόσο των ασθενών όσο και των οικείων τους. Δυστυχώς, ενώ περισσότερες από 7 στις 10 περιπτώσεις ακράτειας μπορούν να αντιμετωπιστούν επιτυχώς, πάνω από τις μισές πάσχουσες δεν αναζητούν ιατρική βοήθεια, αλλά περιορίζονται σε μη ιατρικές πηγές ενημέρωσης και στη χρήση πάνας ακράτειας!
Πώς γίνεται η διάγνωση της ακράτειας;
Η διάγνωση του προβλήματος θα ξεκινήσει με τη λήψη του ιατρικού ιστορικού. Το είδος των ενοχλημάτων και της ακράτειας, το πόσο σοβαρά είναι, ο χρόνος εμφάνισής τους και η συχνότητά τους στη διάρκεια του 24ώρου είναι βασικές ερωτησεις που θα βοηθησουν στη διαγνωση και θεραπεια. Υπαρχουν ειδικά ερωτηματολόγια- ημερολόγια ούρησης, όπου η καταγραφή των προσλαμβανόμενων υγρών και των αποβαλλόμενων ούρων παρεχουν πληροφοριες για το προβλημα. Ακολουθεί η κλινική εξέταση που περιλαμβάνει τη γυναικολογική εξέταση στις γυναίκες και τη δακτυλική εξέταση του προστάτη στους άντρες, καθώς και αδρή νευρολογική εκτίμηση. Χρησιμες ειναι παρακλινικες εξετασεις οπως γενική και καλλιέργεια ούρων, και ίσως κάποιες εξετάσεις αίματος.
Συχνά, ο έλεγχος συμπληρώνεται με υπερηχογράφημα των νεφρών, της ουροδόχου κύστης και των γεννητικών οργάνων. Σε κάποιες περιπτώσεις, γίνεται μία ενδοσκοπική εξέταση, η κυστεοσκόπηση. Τέλος, σε ειδικές περιπτώσεις χρησιμοποιείται και ακτινολογικός έλεγχος, όπως η κυστεο-ουρηθρογραφία και η αξονική τομογραφία.
Τι είναι ο ουροδυναμικός έλεγχος;
Η πιο εξειδικευμένη εξέταση για την ακράτεια είναι ο ουροδυναμικός έλεγχος. Είναι μία εξέταση που έχει ως στόχο να μελετήσει με ακρίβεια τη λειτουργία της κύστης και της ουρήθρας, πραγματοποιώντας προσομοίωση της διαδικασίας γεμίσματος και αδειάσματος της ουροδόχου κύστης. Γίνεται με τη βοήθεια ειδικού μηχανήματος και με την τοποθέτηση ειδικού καθετήρα στην κύστη, που μετράει τις πιέσεις μέσα στην κύστη και στην ουρήθρα. Θα πρέπει να τονιστεί ότι ο σκοπός όλων των εξετάσεων είναι να διακρίνει ο γιατρός τον τύπο της ακράτειας ούρων, καθώς και το αίτιό της, ώστε να μπορέσει να καθορίσει τη σωστή θεραπευτική στρατηγική.
Ποιοι τύποι ακράτειας υπάρχουν;
Υπάρχουν 3 είδη ακράτειας, που διαφέρουν τόσο στον μηχανισμό που την προκαλεί και στον τρόπο με τον οποίο εκδηλώνεται όσο και στην αντιμετώπιση.
Τα 3 είδη είναι:
Α.Η ακράτεια κατά την προσπάθεια (stress incontinence)
Είναι η απώλεια ούρων που συμβαίνει κατά τη διάρκεια της προσπάθειας, όπως για παράδειγμα με κινήσεις του σώματος, με βήχα ή με φτάρνισμα. Συμβαίνει χωρίς να θέλουμε να ουρήσουμε, επειδή αυξάνουμε την πίεση μέσα στην κοιλιά μας, με αποτέλεσμα μια ποσότητα ούρων να διαφεύγουν προς τα έξω. Καθημερινές καταστάσεις, όπου αυξάνουμε την πίεση στην κοιλιά μας, είναι:
Β. Επιτακτική ακράτεια (urge incontinence)
H γυναίκα αισθάνεται έντονη επιθυμία για ούρηση, την οποία αδυνατεί να αναστείλει με αποτέλεσμα την απώλεια ουρων. Η γυναίκα χαρακτηριστικά αναφέρει οτι δεν προλαβαίνει να φτάσει στην τουαλέτα και “βρέχεται”. Η επιτακτική ακράτεια στις γυναίκες μπορεί να συνοδεύεται από συχνοουρία, πόνο κατά την ούρηση, πόνο υπερηβικά ή στο περινέο, αιματουρία κ.α.
Γ. Μικτή ακράτεια (mixed incontinence)
Οι γυναίκες που πάσχουν από μικτή ακράτεια “χάνουν” ούρα ταυτόχρονα λόγω φυσικής δραστηριότητας και λόγω επιτακτικής ούρησης. Στην περίπτωση αυτή, ο εξειδικευμένος ουρολόγος πρέπει να διακρίνει ποιός τύπος ακράτειας είναι ο πιο σημαντικος και να αντιμετωπιστεί πρώτος.
Ο ρόλος της εγκυμοσύνης στην ακράτεια
Στις αλλαγές αυτές, μπορούν να συμβάλουν προηγούμενες εγκυμοσύνες, αφού το έμβρυο μεγαλώνει μέσα στην πύελο και πιέζει τα όργανα της κοιλιάς και της πυέλου. Κατά τον τοκετό, μαζί με τον κόλπο διατείνονται και οι μύες του πυελικού εδάφους και μπορεί να χαλαρώσουν. Έτσι, αλλάζει η θέση της ουρήθρας, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις παρατηρείται και πτώση των οργάνων της πυέλου, η λεγόμενη πρόπτωση. Όταν υπάρχει πρόπτωση της κύστης, μιλάμε για κυστεοκήλη• όταν υπάρχει πρόπτωση του τμήματος του εντέρου που λέγεται ορθό, μιλάμε για ορθοκήλη και, όταν αυτά συνυπάρχουν, μιλάμε για κυστεο-ορθοκήλη. Γι’ αυτό και οι γυναίκες, τόσο κατά την εγκυμοσύνη όσο και αμέσως μετά τον τοκετό, πρέπει να ακολουθούν ειδικό πρόγραμμα ασκήσεων, με σκοπό την αποκατάσταση των μυών του πυελικού εδάφους και την πρόληψη της ακράτειας.
Η εμμηνόπαυση
Την εγκράτεια των ούρων, επίσης, επηρεάζουν αρνητικά οι επιπτώσεις από τις ορμονικές αλλαγές που συμβαίνουν κατά την εμμηνόπαυση, αφού η έλλειψη οιστρογόνων ξηραίνει τον κόλπο, που χάνει σιγά σιγά την ελαστικότητά του με επιπτώσεις και στην υπερκείμενη ουρήθρα. Τέλος, η παχυσαρκία, το κάπνισμα και ο χρόνιος βήχας ευνοούν την εμφάνιση ή επιδείνωση της ακράτειας.
Θεραπεία ακράτειας από προσπάθεια
Η θεραπεία για την αντιμετώπιση της ακράτειας από προσπάθεια εξαρτάται από τη σοβαρότητα του προβλήματος, την αιτία που την προκαλεί αλλά και τις προσδοκίες των ασθενών. Υπάρχουν λιγότερο και περισσότερο επεμβατικές τεχνικές, ενώ συχνά χρησιμοποιείται και συνδυασμός θεραπειών.
Φυσικοθεραπεία και ασκήσεις πυελικού εδάφους
Με τη φυσικοθεραπεία, σε συνδυασμό με τη βιοανάδραση, επιδιώκεται η ενδυνάμωση των μυών που στηρίζουν την ουρήθρα και την κύστη, δηλαδή των μυών του πυελικού εδάφους. Σε ήπιες και μέτριες μορφές ακράτειας, η φυσικοθεραπεία μπορεί να δώσει λύση στο πρόβλημα της ακράτειας. Καλό είναι η φυσικοθεραπεία να γίνει με τη βοήθεια εξειδικευμένου φυσικοθεραπευτή. Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμό με φάρμακα που βοηθούν τη σύσπαση του σφιγκτήρα.
Η χειρουργική λύση της τοποθέτησης ταινίας χωρίς τάση
Όταν αποτύχει η συντηρητική αντιμετώπιση, καθώς και στις περιπτώσεις σοβαρής ακράτειας, προχωρούμε στη χειρουργική αντιμετώπιση. Η επέμβαση εκλογής θεωρείται, σήμερα, η τοποθέτηση κάτω από την ουρήθρα της λεγόμενης «κολπικής ταινίας χωρίς τάση». Χρησιμοποιείται μία λωρίδα σαν ταινία, η οποία στηρίζει την περιοχή όπου η κύστη ενώνεται με την ουρήθρα. Η ταινία αυτή μπορεί να είναι φτιαγμένη από φυσικό ή τεχνητό υλικό. Στο 80-90% των περιπτώσεων, θεραπεύεται η ακράτεια. Πιθανές παρενέργειες περιλαμβάνουν την υποτροπή και αλλαγές στην ούρηση. Η τοποθέτηση ταινίας κάτω από την ουρήθρα χρησιμοποιείται τα τελευταία χρόνια και στην αντρική ακράτεια κατά την προσπάθεια, κυρίως ύστερα από προστατεκτομή. Σε περίπτωση όπου υπάρχει και πρόπτωση της κύστης ή του ορθού μέσα στον κόλπο, χρησιμοποιούνται ειδικά πλέγματα που τοποθετούνται μέσα από τον κόλπο, όπως και οι ταινίες χωρίς τάση.
Ο τεχνητός σφιγκτήρας
Τέλος, σε περιπτώσεις σοβαρής βλάβης του σφιγκτήρα, η μόνη αποτελεσματική λύση είναι η τοποθέτηση τεχνητού σφιγκτήρα. Πρόκειται για ένα μηχανισμό που τοποθετείται χειρουργικά γύρω από τον σφιγκτήρα και συνδέεται με μία αντλία νερού. Έτσι, ο ασθενής μηχανικά μπορεί να αδειάζει και να γεμίζει τον τεχνητό αυτόν μηχανισμό εγκράτειας, ελέγχοντας την ούρησή του. Ο τεχνητός σφιγκτήρας συνήθως χρησιμοποιείται σε άντρες με ακράτεια ύστερα από επέμβαση στον προστάτη.
Αντιμετώπιση ακράτειας επιτακτικού τύπου
Η αντιμετώπιση της ακράτειας από έπειξη είναι φαρμακευτική. Σήμερα, υπάρχουν ειδικά φάρμακα που σταματούν τις ακούσιες συσπάσεις της κύστης. Τα φάρμακα αυτά λέγονται αντιχολινεργικά.
Πώς δρουν τα αντιχολινεργικά φάρμακα;
Η λειτουργία της κύστης ελέγχεται από νεύρα που καταλήγουν στο τοίχωμά της. Στις απολήξεις αυτές των νεύρων, εκκρίνονται ουσίες που προκαλούν είτε χαλάρωση στη φάση, όπου η κύστη γεμίζει, είτε σύσπαση του μυός της κύστης, στη φάση της ούρησης. Στις ειδικές, λοιπόν, αυτές νευρικές απολήξεις, που λέγονται υποδοχείς, δρουν τα φάρμακα, τα οποία δίνουμε, για να μεταβάλουμε τη λειτουργία της κύστης. Τα αντιχολινεργικά φάρμακα, επομένως, δρουν στους νευρικούς υποδοχείς της κύστης και σταματούν τις ακούσιες συσπάσεις της.
Είναι αποτελεσματικά και ασφαλή τα αντιχολινεργικά;
Τα φάρμακα αυτά είναι πολύ αποτελεσματικά και πολύ ασφαλή. Κύριες παρενέργειες είναι η ξηροστομία και η δυσκοιλιότητα, αλλά τα σύγχρονα φαρμακευτικά σκευάσματα έχουν λιγότερες παρενέργειες, με τουλάχιστον το ίδιο καλή αποτελεσματικότητα με τα παλαιότερα.
Όταν τα φάρμακα από το στόμα δεν είναι αποτελεσματικά
Για τις περιπτώσεις που δεν ανταποκρίνονται στα φάρμακα από το στόμα, μπορεί να εφαρμοστούν οι ενέσεις αλλαντικής τοξίνης ή ο ηλεκτρικός νευροερεθισμός. Η αλλαντική τοξίνη, που είναι γνωστή με το εμπορικό όνομα «Βotox», έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως διεθνώς με μεγάλη αποτελεσματικότητα και καλή ασφάλεια. Η φαρμακευτική ουσία, στην περίπτωση αυτή, χορηγείται μέσω ειδικού ενδοσκοπίου, του κυστεοσκοπίου, οπότε με ειδική βελόνα ενίουμε το φάρμακο σε συγκεκριμένα σημεία της κύστης. Το φάρμακο διακόπτει τη λειτουργία των νεύρων που ευθύνονται για τις ακούσιες συσπάσεις της κύστης. Η θεραπεία αυτή πρέπει να επαναλαμβάνεται κάθε 6-12 μήνες.
Τέλος, στον νευροερεθισμό τροποποιείται η λειτουργία των νεύρων της κύστης, με τη διοχέτευση ρεύματος στη σπονδυλική στήλη από μία μπαταρία που εμφυτεύεται στον γλουτό. Η θεραπεία είναι αποτελεσματική σε 7 στους 10 ασθενείς. Η μπαταρία πρέπει να αντικαθίσταται κάθε 7 χρόνια.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η ακράτεια ούρων δεν ειναι νόσος, αλλά ένα σύμπτωμα, με μεγαλα ποσοστα θεραπευτικης αντιμετωπισης τοσο συντηρητικα οσο και χειρουργικα, γιαυτο και ειναι σημαντικο οι πασχουσες να αναζητούν ιατρική βοήθεια και να μην περιορίζονται σε μη ιατρικές πηγές ενημέρωσης και στη χρήση πάνας ακράτειας!
Τι είναι;
Είναι η χειρουργική επέμβαση κατά την οποία τοποθετείται συνθετική ταινία στηρικτική της ουρήθρας της ασθενούς για να παρεμποδιστεί η απώλεια ούρων κατά την προσπάθεια (βήχα, την άσκηση, το φτέρνισμα κτλ)
Πότε γίνεται;
Η επέμβαση αυτή ενδείκνυται για τις γυναίκες με ακράτεια ούρων κατά την προσπάθεια μη επιπλεγμένη, δηλαδή δεν έχουν νευρολογική νόσο που επηρεάζει την κατάσταση, δεν παρουσιάζουν πρόπτωση της κύστης
Τι προετοιμασία χρειάζεται για την επέμβαση;
Κατά την εισαγωγή σας στο νοσηλευτικό ίδρυμα θα πραγματοποιηθούν εξετάσεις αίματος, ακτινογραφία θώρακος και καρδιογράφημα. Κάποιες φορές απαιτείται να διακόψετε την αντιπηκτική αγωγή σας, αν λαμβάνετε, κάποιες ημέρες πριν την επέμβαση. Ίσως χρειαστεί να την αντικαταστήσετε με ενέσεις στην κοιλιακή χώρα. Απαραίτητη για την διακοπή αυτή είναι η γνώμη του καρδιολόγου.
Τι γίνεται κατά την διάρκεια της επέμβασης;
Για την επέμβαση απαιτείται γενική ή ραχιαία αναισθησία και η διάρκειά της κατά μέσο όρο είναι 30 λεπτά. Αρχικά, τοποθετούνται τα πόδια σε γυναικολογική θέση, αποστειρώνεται η περιοχή και εισάγεται καθετήρας στην ουροδόχο κύστη. Διαμέσου τομής στο πρόσθιο τοίχωμα του κόλπου ενσωματώνεται συνθετική ταινία που υποστηρίζει την ουρήθρα και την διατηρεί σε σωστή θέση. Στο τέλος της επέμβασης τοποθετείται γάζα μέσα στον κόλπο η οποία αφαιρείται την επόμενη ημέρα. Η παραμονή στο νοσοκομείο κατά μέσο όρο υπολογίζεται στις 2 ημέρες.
Ο καθετήρας αφαιρείται συνήθως την επόμενη ημέρα της επέμβασης.
Δύο στις τρεις γυναίκες θα είναι τελείως στεγνές μετά την επέμβαση και το ένα τρίτο θα αναφέρει μικρή απώλεια ούρων.
Τι θα συμβεί μετά την επέμβαση;
Τις πρώτες μέρες μετά την επέμβαση υπάρχει πιθανότητα να έχετε αίσθημα καύσους στην ουρήθρα. Επίσης, η παρουσία καθετήρα μπορεί να προκαλέσει σπασμό της κύστης και έντονο πόνο, διάρκειας λίγων δευτερολέπτων που επαναλαμβάνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα. Αυτά τα συμπτώματα μπορούν να βελτιωθούν με χορήγηση κατάλληλων φαρμάκων.
Μετά την αφαίρεση του καθετήρα ελέγχεται η ούρηση σας και με υπερηχογράφημα εξετάζεται εάν υπάρχει υπόλοιπο ούρων αμέσως μετά την ούρηση.
Με το εξιτήριο σας θα λάβετε και γραπτές οδηγίες για:
Θα πρέπει να συμβουλευτείτε τον καρδιολόγο σας για την επανέναρξη της αντιπηκτικής αγωγής.
Ποιες οι επιπτώσεις της επέμβασης στη ζωή του ασθενούς;
Η πλειοψηφία των ασθενών δεν αντιμετωπίζουν κανένα πρόβλημα μετά την επέμβαση. Σε λιγότερο από το 1/10 των ασθενών μπορεί να παρουσιαστούν πόνος στους μηρούς που υφίεται με τα κοινά αναλγητικά, παραμονή της ακράτειας αλλά και ατελή κένωση της ουροδόχο κύστης με ελαττωμένη ροή ούρων.
Όσο αφορά στην διατροφή μετά την επέμβαση, θα πρέπει να λαμβάνετε περίπου στα 1500ml υγρών την ημέρα και να αποφεύγετε την λήψη καφέ, το κάπνισμα και την κατανάλωση αλκοόλ που ενδέχεται να προκαλέσουν ερεθιστικά συμπτώματα.
Τι είναι η νευρογενής κύστη;
Ο όρος νευρογενής κύστη χρησιμοποιείται, για να περιγράψει με συντομία τις διαταραχές της ούρησης σε ασθενείς με τεκμηριωμένο νευρολογικό νόσημα. Ασθενείς με σκλήρυνση κατά πλάκας, νόσο Πάρκινσον ή κάκωση της σπονδυλικής στήλης, που παρουσιάζουν ακράτεια ούρων ή αδυναμία ούρησης, αποτελούν μερικά παραδείγματα νευρογενούς κύστης. Στη νευρογενή κύστη, συμπεριλαμβάνονται και διαταραχές της ούρησης που προκαλούνται από μη νευρολογικά νοσήματα, τα οποία όμως μπορεί να προκαλούν σταδιακά σημαντική βλάβη στο νευρικό σύστημα. Ως νευρογενής, για παράδειγμα, χαρακτηρίζεται και η διαταραχή της ούρησης σε ασθενείς με χρόνια κακή ρύθμιση του σακχαρώδους διαβήτη, η οποία προκάλεσε τεκμηριωμένη διαβητική νευροπάθεια.
Υπάρχει νευρογενής κύστη χωρίς νευρολογικό νόσημα;
Σπανίως, σε ασθενείς δίχως τεκμηριωμένη νευρολογική νόσο, τα συμπτώματα αλλά και τα ευρήματα της πλήρους ουρολογικής εξέτασης προσομοιάζουν με της νευρογενούς κύστης. Αυτή η οντότητα της μη νευρογενούς-νευρογενούς κύστης ονομάζεται και σύνδρομο Hinman. Η πλήρης αιτιολογία του συνδρόμου αυτού δεν είναι γνωστή. Είναι, όμως, γνωστό σήμερα ότι συχνά οι διαταραχές της ούρησης μπορεί να προηγούνται μήνες ή και χρόνια πριν από τη διάγνωση μιας νευρολογικής νόσου. Ως πιθανή, πάντως, αιτιολογία του συνδρόμου Hinman έχει αναφερθεί και η ψυχογενής δυσλειτουργία της ούρησης.
Πώς ταξινομείται η νευρογενής κύστη;
Η πιο απλή και εύκολα κατανοητή ταξινόμηση της νευρογενούς κύστης είναι η διάκρισή της σε «σπαστική» και «άτονη» κύστη. Στη σπαστική κύστη, η κύρια διαταραχή είναι η σύσπαση της κύστης, η οποία δεν ελέγχεται από τον ασθενή (ακούσια). Στην άτονη κύστη, αντιθέτως, παρατηρείται παντελής απουσία σύσπασής της. Η σοβαρότητα της σπαστικής κύστης ποικίλλει από ασθενή σε ασθενή. Στις πιο σοβαρές μορφές της, υπάρχει σημαντικός κίνδυνος για τη νεφρική λειτουργία. Η πιθανότητα βλάβης των νεφρών περιορίζεται σημαντικά στην άτονη κύστη, παρόλο που η ποιότητα ζωής των ασθενών αυτών επηρεάζεται σημαντικά, εφόσον συνυπάρχει με αδυναμία ούρησης και ακράτεια των ούρων.
Ποια είναι τα αίτια της νευρογενούς κύστης;
Όλα σχεδόν τα νευρολογικά νοσήματα με διαταραχή του νευρικού συστήματος αποτελούν πιθανά αίτια νευρογενούς κύστης. Τέτοια νοσήματα είναι:
Υπάρχει, όμως, και πλήθος άλλων νοσημάτων και παθήσεων που μπορεί να αποτελούν αιτίες της νευρογενούς κύστης.
Τι συμπτώματα έχει ένας ασθενής με νευρογενή κύστη;
Οι ασθενείς με νευρογενή κύστη προσέρχονται με ποικιλία συμπτωμάτων από την ούρηση. Συμπτώματα που σχετίζονται με την πλήρωση της κύστης, όπως η έντονη και ξαφνική επιθυμία προς ούρηση, η συχνουρία, η νυχτουρία, η ακράτεια των ούρων αλλά και συμπτώματα στη φάση της ούρησης, όπως η πλήρης αδυναμία ούρησης, η δυσκολία στην ούρηση αλλά και το αίσθημα ότι δεν αδειάζει η κύστη, συχνά ταλαιπωρούν τους ασθενείς και επηρεάζουν την ποιότητα ζωής τους.
Πώς γίνεται η διάγνωση της νευρογενούς κύστης;
Η αρχική αξιολόγηση των διαταραχών της ούρησης στη νευρογενή κύστη περιλαμβάνει το λεπτομερές ιστορικό συμπτωμάτων του ασθενούς και την κλινική εξέταση. Μετά από αυτό, ακολουθούν βασικές εργαστηριακές εξετάσεις αίματος και απλές απεικονιστικές εξετάσεις, όπως ο υπέρηχος του ουροποιητικού συστήματος. Συνήθως, η εκτίμηση ολοκληρώνεται με μη επεμβατικές ουροδυναμικές εξετάσεις, όπως η ουροροομετρία. Εφόσον το κρίνει απαραίτητο ο ιατρός, ο ασθενής μπορεί να υποβληθεί σε πιο εξειδικευμένες επεμβατικές ουροδυναμικές αλλά και απεικονιστικές εξετάσεις από ειδικούς νευροουρολόγους.
Ποια είναι η αντιμετώπιση της νευρογενούς κύστης;
Μετά τη διάγνωση της διαταραχής της ούρησης, η θεραπεία ως στόχο έχει να προφυλάξει τον ασθενή από επικίνδυνες για την υγεία του επιπλοκές. Η προστασία της νεφρικής λειτουργίας των ασθενών με νευρογενή κύστη αποτελεί την προτεραιότητα των ιατρών. Στόχος της ιατρικής αντιμετώπισης είναι, επίσης, η βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών, με την πλήρη θεραπεία ή, τουλάχιστον, τη σημαντική βελτίωση των συμπτωμάτων από την ούρηση.
Η αντιμετώπιση της νευρογενούς κύστης ποικίλλει από ασθενή σε ασθενή, με βάση τη σοβαρότητα της διαταραχής της ούρησης, τις προσδοκίες και την επιθυμία του ασθενούς αλλά και τις επιλογές που επιτρέπει η νευρολογική κατάσταση του. Η λεπτομερής ενημέρωση για όλες τις θεραπευτικές δυνατότητες, με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της κάθε θεραπείας, είναι απαραίτητη.
Πιο συγκεκριμένα, η αντιμετώπιση των συμπτωμάτων των ασθενών περιλαμβάνει:
και, τέλος, συνδυασμούς των παραπάνω επιλογών.
Στις περιπτώσεις, όπου δεν μπορούν να βοηθηθούν αποτελεσματικά οι ασθενείς με τις παραπάνω θεραπευτικές επιλογές, μπορεί να προταθούν λιγότερο ή περισσότερο επεμβατικές θεραπείες, όπως η έγχυση Botox στην κύστη, η έγχυση διογκωτικών ουσιών στην ουρήθρα, η τοποθέτηση «βηματοδότη» της κύστης (νευροδιεγέρτη) στη σπονδυλική στήλη αλλά και χειρουργικές επεμβάσεις με στόχο την αύξηση του μεγέθους της κύστης.
Τι είναι η νευρογενής κύστη;
Ο όρος νευρογενής κύστη χρησιμοποιείται, για να περιγράψει με συντομία τις διαταραχές της ούρησης σε ασθενείς με τεκμηριωμένο νευρολογικό νόσημα. Ασθενείς με σκλήρυνση κατά πλάκας, νόσο Πάρκινσον ή κάκωση της σπονδυλικής στήλης, που παρουσιάζουν ακράτεια ούρων ή αδυναμία ούρησης, αποτελούν μερικά παραδείγματα νευρογενούς κύστης. Στη νευρογενή κύστη, συμπεριλαμβάνονται και διαταραχές της ούρησης που προκαλούνται από μη νευρολογικά νοσήματα, τα οποία όμως μπορεί να προκαλούν σταδιακά σημαντική βλάβη στο νευρικό σύστημα. Ως νευρογενής, για παράδειγμα, χαρακτηρίζεται και η διαταραχή της ούρησης σε ασθενείς με χρόνια κακή ρύθμιση του σακχαρώδους διαβήτη, η οποία προκάλεσε τεκμηριωμένη διαβητική νευροπάθεια.
Υπάρχει νευρογενής κύστη χωρίς νευρολογικό νόσημα;
Σπανίως, σε ασθενείς δίχως τεκμηριωμένη νευρολογική νόσο, τα συμπτώματα αλλά και τα ευρήματα της πλήρους ουρολογικής εξέτασης προσομοιάζουν με της νευρογενούς κύστης. Αυτή η οντότητα της μη νευρογενούς-νευρογενούς κύστης ονομάζεται και σύνδρομο Hinman. Η πλήρης αιτιολογία του συνδρόμου αυτού δεν είναι γνωστή. Είναι, όμως, γνωστό σήμερα ότι συχνά οι διαταραχές της ούρησης μπορεί να προηγούνται μήνες ή και χρόνια πριν από τη διάγνωση μιας νευρολογικής νόσου. Ως πιθανή, πάντως, αιτιολογία του συνδρόμου Hinman έχει αναφερθεί και η ψυχογενής δυσλειτουργία της ούρησης.
Πώς ταξινομείται η νευρογενής κύστη;
Η πιο απλή και εύκολα κατανοητή ταξινόμηση της νευρογενούς κύστης είναι η διάκρισή της σε «σπαστική» και «άτονη» κύστη. Στη σπαστική κύστη, η κύρια διαταραχή είναι η σύσπαση της κύστης, η οποία δεν ελέγχεται από τον ασθενή (ακούσια). Στην άτονη κύστη, αντιθέτως, παρατηρείται παντελής απουσία σύσπασής της. Η σοβαρότητα της σπαστικής κύστης ποικίλλει από ασθενή σε ασθενή. Στις πιο σοβαρές μορφές της, υπάρχει σημαντικός κίνδυνος για τη νεφρική λειτουργία. Η πιθανότητα βλάβης των νεφρών περιορίζεται σημαντικά στην άτονη κύστη, παρόλο που η ποιότητα ζωής των ασθενών αυτών επηρεάζεται σημαντικά, εφόσον συνυπάρχει με αδυναμία ούρησης και ακράτεια των ούρων.
Ποια είναι τα αίτια της νευρογενούς κύστης;
Όλα σχεδόν τα νευρολογικά νοσήματα με διαταραχή του νευρικού συστήματος αποτελούν πιθανά αίτια νευρογενούς κύστης. Τέτοια νοσήματα είναι:
Υπάρχει, όμως, και πλήθος άλλων νοσημάτων και παθήσεων που μπορεί να αποτελούν αιτίες της νευρογενούς κύστης.
Τι συμπτώματα έχει ένας ασθενής με νευρογενή κύστη;
Οι ασθενείς με νευρογενή κύστη προσέρχονται με ποικιλία συμπτωμάτων από την ούρηση. Συμπτώματα που σχετίζονται με την πλήρωση της κύστης, όπως η έντονη και ξαφνική επιθυμία προς ούρηση, η συχνουρία, η νυχτουρία, η ακράτεια των ούρων αλλά και συμπτώματα στη φάση της ούρησης, όπως η πλήρης αδυναμία ούρησης, η δυσκολία στην ούρηση αλλά και το αίσθημα ότι δεν αδειάζει η κύστη, συχνά ταλαιπωρούν τους ασθενείς και επηρεάζουν την ποιότητα ζωής τους.
Πώς γίνεται η διάγνωση της νευρογενούς κύστης;
Η αρχική αξιολόγηση των διαταραχών της ούρησης στη νευρογενή κύστη περιλαμβάνει το λεπτομερές ιστορικό συμπτωμάτων του ασθενούς και την κλινική εξέταση. Μετά από αυτό, ακολουθούν βασικές εργαστηριακές εξετάσεις αίματος και απλές απεικονιστικές εξετάσεις, όπως ο υπέρηχος του ουροποιητικού συστήματος. Συνήθως, η εκτίμηση ολοκληρώνεται με μη επεμβατικές ουροδυναμικές εξετάσεις, όπως η ουροροομετρία. Εφόσον το κρίνει απαραίτητο ο ιατρός, ο ασθενής μπορεί να υποβληθεί σε πιο εξειδικευμένες επεμβατικές ουροδυναμικές αλλά και απεικονιστικές εξετάσεις από ειδικούς νευροουρολόγους.
Ποια είναι η αντιμετώπιση της νευρογενούς κύστης;
Μετά τη διάγνωση της διαταραχής της ούρησης, η θεραπεία ως στόχο έχει να προφυλάξει τον ασθενή από επικίνδυνες για την υγεία του επιπλοκές. Η προστασία της νεφρικής λειτουργίας των ασθενών με νευρογενή κύστη αποτελεί την προτεραιότητα των ιατρών. Στόχος της ιατρικής αντιμετώπισης είναι, επίσης, η βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών, με την πλήρη θεραπεία ή, τουλάχιστον, τη σημαντική βελτίωση των συμπτωμάτων από την ούρηση.
Η αντιμετώπιση της νευρογενούς κύστης ποικίλλει από ασθενή σε ασθενή, με βάση τη σοβαρότητα της διαταραχής της ούρησης, τις προσδοκίες και την επιθυμία του ασθενούς αλλά και τις επιλογές που επιτρέπει η νευρολογική κατάσταση του. Η λεπτομερής ενημέρωση για όλες τις θεραπευτικές δυνατότητες, με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της κάθε θεραπείας, είναι απαραίτητη.
Πιο συγκεκριμένα, η αντιμετώπιση των συμπτωμάτων των ασθενών περιλαμβάνει:
και, τέλος, συνδυασμούς των παραπάνω επιλογών.
Στις περιπτώσεις, όπου δεν μπορούν να βοηθηθούν αποτελεσματικά οι ασθενείς με τις παραπάνω θεραπευτικές επιλογές, μπορεί να προταθούν λιγότερο ή περισσότερο επεμβατικές θεραπείες, όπως η έγχυση Botox στην κύστη, η έγχυση διογκωτικών ουσιών στην ουρήθρα, η τοποθέτηση «βηματοδότη» της κύστης (νευροδιεγέρτη) στη σπονδυλική στήλη αλλά και χειρουργικές επεμβάσεις με στόχο την αύξηση του μεγέθους της κύστης.
***Ενημερωθείτε για την Ουρολογία